λιανά

λιανά
τα
τα κέρματα, τα ψιλά: Έχεις ένα πενηντάρικο λιανά;

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λιάνα — η βοτ. ονομασία που αναφέρεται σε ένα ξυλώδες αναρριχώμενο φυτό με μακρύ βλαστό το οποίο είναι ριζωμένο στο έδαφος και σκαρφαλώνει ή περιελίσσεται γύρω από άλλα φυτά για υποστήριξη …   Dictionary of Greek

  • λιάνη ή λιάνα — Κοινή ονομασία φυτών που υπάγονται σε διάφορες οικογένειες, όπως των βιγνονιιδών, των σαπινδιδών, των αμπελιδών και των λεγκουμινωδών. Οι λ. είναι φυτά με πολυετή, ξυλώδη και κισσοειδή βλαστό, που δεν μπορούν να στηριχτούν μόνα τους.… …   Dictionary of Greek

  • Канелли, Лиана — В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Канелли. Лиана Канелли Γαρυφαλλιά (Λιάνα) Κανέλλη Дата рождения: 20 марта 1954(1954 03 20) (58 лет) Место рождения: Афины …   Википедия

  • Liste des prénoms grecs — Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération …   Wikipédia en Français

  • Гольфо — У этого термина существуют и другие значения, см. Картель Гольфо. Гольфо греч. Γκόλφω Жанр романтичная драма …   Википедия

  • Κόρδοβα — I (Cόrdoba). Πόλη (133.800 κάτ. το 2000) του ανατολικού Μεξικού, στην πολιτεία Βερακρούς. Συνδέεται σιδηροδρομικώς και οδικώς με την Πόλη του Μεξικού και το λιμάνι Βερακρούς. Στην περιοχή της υπάρχουν φυτείες καφέ και φρούτων, εργοστάσια… …   Dictionary of Greek

  • (α)γρικώ — (α)γρίκησα, (α)γρικήθηκα, (α)γρικημένος 1. ακούω: Να (α)γρικάς τι σου λέω. 2. καταλαβαίνω: Όσο και να τα κάνεις λιανά, αυτός δε(ν) (α)γρικά. γρικώ γρίκησα, γρικήθηκα ακούω, καταλαβαίνω: Άδικα σου μιλώ, δε γρικάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”